Του Άρη Μύρκου, Καθηγητή Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού
Αερόβια ικανότητα θεωρείται η ικανότητα παραγωγής έργου για μεγάλο χρονικό διάστημα με την επιστράτευση του αερόβιου μεταβολισμού και είναι συνώνυμη με την καρδιοαναπνευστική αντοχή. Οι βασικότεροι παράμετροι για την αξιολόγηση της αερόβιας ικανότητας είναι η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2max), η ταχύτητα στο κατώφλι γαλακτικού και η δρομική οικονομία (Joyner & Coyle 2007).
Η βελτίωση της αερόβιας ικανότητας απασχόλησε πολλούς ερευνητές καθώς είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την απόδοση σε δραστηριότητες οι οποίες έχουν διάρκεια μεγαλύτερη των 3 λεπτών.
H βελτίωση της αερόβιας ικανότητας είναι σχετικά εύκολη σε αγύμναστους ανθρώπους. Το πρόβλημα όμως εντοπίζεται όταν πρέπει να υπάρξει βελτίωση σε αθλητές με ένα ήδη πολύ καλό επίπεδο καρδιοαναπνευστικής αντοχής.
Η προπόνηση σε εντάσεις ανάμεσα 90-100% της μέγιστης αερόβιας ταχύτητας (ΜΑΤ) έχει βρεθεί ότι βελτιώνει την αερόβια ικανότητα σε ήδη γυμνασμένους αθλητές (Rozenek και συν. 2007). Ωστόσο, άσκηση σε τόσο υψηλές εντάσεις μείωναν σημαντικά τον χρόνο άσκησης των αθλητών λόγω της πρόωρης εξάντλησης. Η μέθοδος που επιτρέπει τον αθλητή να ασκείτε σε υψηλές εντάσεις, έως και 140% της ΜΑΤ, είναι η διαλειμματική μέθοδος προπόνησης η οποία λόγω του διαλειμματικού της χαρακτήρα επιτρέπει την άσκηση σε πολύ υψηλή ένταση για περισσότερο συνολικά χρόνο συγκριτικά με τη συνεχόμενη μέθοδο.
Σε μια αερόβια προπόνηση σημαντικά στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της θεωρούνται ο χρόνος παραμονής σε υψηλά ποσοστά της VO2max και η συνολική ποσότητα οξυγόνου που καταναλώθηκε στην προπόνηση (Thevenet και συν. 2008). Όσο υψηλότερες αυτές οι τιμές τόσο μεγαλύτερη η επιβάρυνση του συστήματος μεταφοράς και κατανάλωσης οξυγόνου και πιθανά καλύτερες και οι μακροχρόνιες αερόβιες προσαρμογές.
Η συνέχεια του άρθρου εδώ.