Μια ξεχωριστή ποδηλατική ιστορία…
Γύρω του έβλεπε συνέχεια ποδήλατα, σαν τα σαλιγκάρια είχαν ξεφυτρώσει μετά την βροχή. Μια βροχή χρόνιας γκριζοποιημένης πόλης ζωής και πραγματικότητας.
Έτσι λοιπόν μια μέρα που ένιωσε το μποτιλιαρισμένο του όχημα σαν μια σφιχτή πνιγηρή θηλειά το έβαλε σκοπό να δραπετεύσει.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε στο ποδηλατάδικο που είχε αγοράσει το τελευταίο του ποδήλατο πριν είκοσι χρόνια. Είδε ένα καλογυαλισμένο άσπρο mountain. Δεν είχε ιδέα απο ποδήλατα, μονάχα απο τα άλλα δίτροχα, τα γρήγορα με τους πολλούς κυλίνδρους και τον κινητήρα στο κέντρο. Μελέτησε τις κολλήσεις την ποιότητα της βαφής, εντυπωσιάστηκε από τα χοντρά λάστιχα και από το στιλπνό του χρώματος. Το ζύγισε στο χέρι και νόμισε οτι βρήκε το ποδηλατικό του ταίρι κατά συνέπεια το νέο όχημα αγοράστηκε μονομιάς.
Κάπως έτσι άρχισε να κόβει βόλτα στους λόφους της ..Πλάκας.
Με τον καιρό άρχισε να νιώθει κάτι σαν ένας νέος Lance Armstrong. Νόμισε ότι ήταν κάποιος με κάτι ξεχωριστό. Έτσι λοιπόν μια μέρα καθώς αμέριμνος ποδηλατούσε μπροστά απο την πλατεία Συντάγματος και χάζευε την αλλαγή φρουράς είδε κάτι θεϊκό και περίεργο συνάμα. Είδε αυτή.. Μια καβαλάρισσα σε δύο τροχούς, πάνω σε περίεργο άτι. Κόκκινα μαλλιά μακριά, που ανεμίζανε όπως η σημαία όταν την χαϊδεύει το αεράκι, μαύρο ντύσιμο, τζινάκι με συνοδείας μιας ροκ μπλούζας, και βλέμμα, θεέ μου, ίσως το πιο μαγικό βλέμμα.
Πάνω σε ένα περίεργο ποδήλατο χρωματιστό, χωρίς ταχύτητες και φρένα.
Αποφασίζει να την πάρει στο κατόπι, αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει στο ελάχιστο, πως άραγε ήταν δυνατόν; Την βλέπει απο μακριά σε μια κάθετη επί της πανεπιστημίου να αγγίζει τα γόνατα στο τιμόνι ρίχνοντας το βάρος μπροστά και κοντράροντας τα πετάλια να φρενάρει πλαγιολισθαίνοντας και να μπαίνει με πολλά, με πάρα πολλά στην στροφή.
Όλη την μέρα έμεινε να την σκέφτεται, μια νεράιδα, μια οπτασία , έρωτας. Την επόμενη βγήκε κάπου στην Σκουφά να πίνει καφέ με έναν φίλο του καλό, συνεπαρμένος απο την χτεσινή του εμπειρία προσπαθούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα, είχε ξεχάσει τι σημαίνει έρωτας πολλά χρόνια τώρα. Έξαφνα νιώθει ένα χέρι στον ώμο του, πρίν προλάβει να αντιδράσει ακούει κάποια φωνή , τραχεία αλλά και συνάμα γλυκειά φωνή, να του ψιθυρίζει «Μόνο όταν νιώσω τι με πλησιάζεις αρκετά την επόμενη φορά που θα με ξαναδείς στους δρόμους θα μάθεις το όνομα μου».
Σε άλλη περίπτωση θα νόμιζε οτι άγγιξε γυμνά καλώδια, στην βίβλο την κατάσταση του την ονομάσανε στήλη άλατος, άναυδο θα τον έλεγε κάποιος πιο μοντέρνος , μα οι αρχαίοι θα διέκριναν ένα βέλος που άφησε άθικτη την σάρκα αλλά σημάδεψε βαθειά την ψυχή.
Ο βραδινός ύπνος έγινε ανάμνηση γλυκιά, η απόδοση στην εργασία του έγινε συνώνυμο της αξίας των Ελληνικών ομολόγων και τα όνειρα του είχαν μονάχα την εικόνα μιας κοκκινομάλλας ποδηλάτισσας. Δεν την ξανασυνάντησε όμως, και πλησίαζε η λήθη αυτής.
Μια μέρα και ενώ ποδηλατούσε βαριεστημένα στην Πατησίων περνάει δίπλα του , αυτή , η θεά του. Περνάει και του φωνάζει «Θησείο» και χάθηκε ταχύτητα με το brakeless fixed ποδήλατο της. «Δεν σε χάνω πάλι..» σκέφτηκε. Κάρφωσε στα ντεραγιέ τις τελευταίες σχέσεις και άρχισε να την κυνηγά όπως την πρώτη μέρα.
Δεν υπολόγιζε αυτοκίνητα και φανάρια, υπήρχαν μόνο αυτός και αυτή. Το ποδήλατο οδηγήθηκε με τρόπο που ο κατασκευαστής του ποτέ δεν είχε φανταστεί. Στις στροφές πάταγε κάτω πόδι για να μην πατήσει φρένο. Μπήκε στα στενά για να κόψει δρόμο, ένιωθε ότι ζούσε σκηνή από ταινία. Και όλα αυτά για να μπορέσει να γευτεί τους χυμούς που προσφέρει ο αθάνατος γιος της Αφροδίτης.
Όταν επιτέλους έφτασε Θησείο αυτή δεν ήταν πουθενά, πιάνει σφιχτά το ποδήλατο για να μην πέσει απο την υπερένταση, και έφερε στα χείλη του το παγουράκι για να σβήσει την φωτιά με λίγο νερό. Τα δάχτυλα της έμπλεξαν με τα πυκνά του μαλλιά , τα χείλη τους ως δια μαγείας ήρθαν κοντά. Ένιωσε να καίγεται ολόκληρος και η καρδιά του σε χτύπους από μπάντα μέταλ με ρυθμό ασυνάρτητο. «Με λένε Αριάδνη» του είπε «Σε ξέρω περισσότερο καιρό απο όσο νομίζεις», «Θα σε αφήσω όμως με την απορία γιατι φεύγω, αντίο..» Δεν πρόλαβε να την αρπάξει και αυτή εξαφανίστηκε.
Δεν την ξαναείδε ποτέ, πέταξε το mountain και αγόρασε φιξάκι, μέχρι που τα χρόνια περάσανε, παράτησε το ποδήλατο, άσπρισαν τα μαλλιά του, έκανε κοιλίτσα παντρεύτηκε την Δήμητρα, έκανε και ένα κοριτσάκι, την Αριάδνη. Αλλά η παλιά Αριάδνη χαμένη , σαν οπτασία, σαν φάντασμα. Ένα φάντασμα όμως δεν είναι και ο έρωτας; Έρχεται και στην αρχή ξαφνιάζεσαι, μετά σε τρομάζει και πάνω που τον συνηθίζεις φεύγει μια για πάντα. Και μένεις να ψάχνεις το γιατί, το πότε, και το πώς.. Έτσι ήταν και η Αριάδνη, ένα φάντασμα με λιγάκι απο αλάνι..Παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, η Αριάδνη, ο πατέρας μπεκρής, παλιός ναυτικός, βιαιοπραγούσε συνέχεια στην μάνα της και στη ίδια .Αυτό της έδωσε μια περίεργη σκληράδα απο μικρή ηλικία. Δεν ήταν όμως μια συνηθισμένη σκληράδα. Ήταν μια περίεργη αίσθηση ενός βλέμματος ψυχρού και αδιάφορου, που δεν επιζητά την αναγνώριση μέσα από την μαγκιά και τον τσαμπουκά, αλλά την απομόνωση .Και ήταν φοβερά όμορφη η Αριάδνη, οι πάντες από τότε που ήταν ακόμα δημοτικού κορίτσι τις έκαναν τα χατίρια.
Σε όλη την εφηβεία ζούσε απολαμβάνοντας αυτά που οι μεγαλύτεροι της γειτονιάς της πρόσφεραν. Με το χτύπημα του κουδουνιού κάποια μηχανή μαρσάριζε έξω από το σχολείο για να την παραλάβει. Στην αρχή την περίμενε μια παλιά Suzuki, μετά μια Agusta και καθώς μεγάλωνε οι μηχανές εξελίχθησαν από κάτι τελειωμένα δίχρονα σε ακριβές τετρακύλινδρες. Η έξοδος της από το σχολείο πάντα ενθουσίαζε τους συνομήλικους, καθότι η Αριάδνη ήξερε να παίζει και να παίρνει αυτό που πάντα ήθελε. Στο ανέβασμα της στην μηχανή δεν νοιαζόταν για το τι θα δουν οι άλλοι. Ανέβαινε γοργά, και καθόταν με φόρα, καμια φορά εάν φόραγε φόρεμα κοντό, το σήκωνε με μια απότομη κίνηση, σαν δώρο στα αγόρια που δήθεν αδιάφορα πλησίαζαν το φράχτη φορτωμένα από τις ηδονικές ουσίες που η εφηβεία τους γέμιζε. Και τους χάριζε πάντα υλικό η Αριάδνη.
«Το πουτανάκι» έλεγαν οι συμμαθήτριες, «την έχει πάρει η μισή γειτονιά» έλεγαν τα αγόρια για να δικαιολογήσουν το ότι δεν μπορούσε κανείς τους να την πλησιάσει. Αλλά η αλήθεια βρισκόταν μακριά , χαμένη κάπου μεταξύ των τραυμάτων που αφήνει μια βίαιη παιδική ηλικία και η ανάγκη για αυτοκυριαρχία σε ένα περιβάλλον που το σεξ δεν έμοιαζε καθόλου με την κολυμβήθρα του Σιλωαμ που θα ξέπλενε φόβους και αμαρτίες.
Στις μηχανές μπορεί να ανέβαινε, αλλα ποτέ δεν οδηγούσε αυτή, το θεωρούσε αδιάφορο, προτιμούσε να αφήνετε στα σωστά και τα λάθη των αγοριών. Αυτή λάτρευε τα ποδήλατα εξαιτίας του αδερφού της. Ένα παιδί παθιασμένο με τα δίτροχα. Είχε σκοτωθεί όμως νωρίς , κάποιο βράδυ στην Αλεξάνδρας καβάλα σε μια Kawasaki Mach III. Αθλητής, ποδηλάτης στην εθνική και δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Της έμεινε το ποδήλατο του, ένα κουρσάκι ακριβό και όμορφο, το οποίο φύλαγε για βόλτες βραδινές, από αυτές που συνοδεύονται με μπύρα στο ένα χέρι, τσιγάρο στο άλλο και ένα δάκρυ που τρέχει στα μάτια. Τα απογεύματα κατέβαινε πλατεία με το bmx, άσσος και κόλπα από τους λίγους. Είχε μια παρέα από κάτι περίεργους τύπους δεμένοι με δεσμό βαθύ. Κόλπα σε ράμπες χειροποίητες, βράδια ολόκληρα σε ρυθμό έντονο, αλώνιζαν τις πλατείες και έπειτα για βρώμικο παρέα με αλκοόλ και λίγο χόρτο. Ο ύπνος τους έβρισκε πότε σε παγκάκια και πότε σε εγκαταλελειμμένα κτίρια.
Έτσι λοιπόν το ταξίδι της εφηβεία ολοκλήρωσε τον σκοπό του, το κορίτσι που τρέλαινε τα αγόρια, έγινε γυναίκα, αλλά το βλέμμα εκείνο της μελαγχολίας δεν άλλαξε ποτέ. Μία μέρα κατέβαινε την Σταδίου παρέα με το Fixακι της. Από μακριά είδε έναν τύπο σε ένα mountain. Πλησιάζοντας είδε την ελιά στο αριστερό μάγουλο και θυμήθηκε ένα αγοράκι που όταν ήταν μικρή, στην παλιά την γειτονιά, την βοηθούσε να ανέβει στο ποδήλατο τηςΤο βαθύ μαύρο των ματιών του έδιωξε μακριά την τελευταία μικρή της αμφιβολία. Ίσως να τον είχε ερωτευτεί από μικρή, αλλά μέχρι να φύγει δεν το έδειξε ποτέ. Ο πατέρας της την είχε κάνει να φοβάται ακόμα και τα αθώα παιδικά συναισθήματα. Πέρασε δίπλα του γρήγορα, ίσως επειδή ήθελε να κόψει τους δεμούς με το παρελθόν. Στην άκρη του ματιού έβλεπε αυτόν να προσπαθεί να την φτάσει, άνοιξε ταχύτητα για να εξαφανιστεί. Είναι αδύνατον να την αναγνώρισε μετά από τόσα χρόνια.
Είχαν περάσει πολλοί από την ζωή της, το κορμί το είχε δώσει σε αρκετούς από αυτούς, την καρδιά σε κανέναν. Γιατί όμως χτυπούσε τώρα δυνατά; Όταν βγήκε στην Πατησίων είχαν ήδη χαθεί πήγαινε σε δρόμο δίχως χαμόγελο, ποια δύναμη άραγε την συγκλόνισε έτσι;
Και εκεί που την μέρα έδειχνε να την σημαδεύει μόνο αυτή η συνάντηση, ξαφνικά τα πάντα πάγωσαν. Ένας άντρας, χτυπούσε βίαια μια ιερόδουλη. Τα βλέμμα θόλωσε ο νταβατζής έγινε μονομιάς ο πατέρας της και η γυναίκα η μάνα της. Το θολωμένο βλέμμα είναι όμως κακός σύμβουλος, σταμάτησε, κατέβηκε και πλησίασε γοργά. Με μια κίνηση τον πιάνει από τον λαιμό και του σπάει την καροτίδα, ο δυνατός και τρομερός άντρας σε δευτερόλεπτα κειτόταν νεκρός. «ΦΥΓΕ» φωναξε η άλλη «Φύγε θα σε σκοτώσουν..». Και η Αριάδνη έφυγε. Ήξερε να κρύβεται και ήξερε να προστατεύει την ζωή της. Ήξερε όμως και ότι το τέλος πλησίαζε με γοργό ρυθμό, είχε ανοίξει το τάφο σε ένα από τα μεγάλα ονόματα της νύχτας.
Λίγο πριν τελειώσουν τα πάντα αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της, ένα δώρο πριν μια αδιάφορη για αυτήν ζωή τελειώσει. Ξαναείδε τον παλιό φίλο κάπου στην Σκουφά, του μίλησε, με λόγια κοφτά και λίγα αλλά ικανά να τον ξεσηκώσουν. Ήταν σίγουρη πως θα την έψαχνε, και αλήθεια την έψαχνε. Την έψαχναν όμως και οι άλλοι.. Τον ξαναπέτυχε μια μέρα στην Πατησίων, του έδωσε ραντεβού Θησείο και έφυγε αεράτη όπως πάντα οδηγούσε τα ποδήλατα της. Και αυτός σαν τρελός την ακολουθούσε την ήθελε, τον ήθελε και αυτή όμως έστω και εκείνη την τελευταία μέρα. Τον πλησίασε ενώ αυτός δροσιζόταν από τον άτυπο αγώνα που έστησαν με τα ποδηλατα τους. Τον φίλησε με φιλί λυτρωτικό, σαν με μια κίνηση να έσβηνε τα πάντα, τον πατέρα, τον νταβατζή τον φόβο. Πριν προλάβει να την αγκαλιάσει είχε πάλι φύγει.
Σε μια γωνιά τους είδε, έκλεισε τα μάτια σαν σε θυσία, σε βωμό βρώμικο. Μια σφαίρα που φεύγει γρήγορα, περιστρέφεται στον αέρα και βρίσκει σάρκα νεανική. Ένα ποδήλατο με χρώμα κόκκινο , και η βία να εξαγνίζει την βία.
Πηγή:skaouter.gr