Άραγε ο Σουμάχερ έχει πάρει ποτέ κλήση για υπερβολική ταχύτητα στους δρόμους μιας πόλης;
Και αν ναι, μήπως η δύναμη της συνήθειας είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να την αποβάλλει ακόμη και όταν θέλει να βγει από το σπίτι του με το αυτοκίνητο για να αγοράσει σουμάδα στο σουπερ μάρκετ, να επιταχύνει και να προσπερνά με μανία τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, κάνοντας σλάλομ στην γκριζοάσπρη σημαδεμένη άσφαλτο, μέχρι να πέσει η καρό σημαία και να τερματίσει με επιτυχία το πολυτελές και γρήγορο αυτοκίνητο του;!
Και αν όχι, μήπως γιατί έχει μια ικανότητα, έχει επίγνωση και συνείδηση αυτής του της ικανότητας, την εξελίσσει και τη χρησιμοποιεί σαν επάγγελμα, προπονείται και επαγγέλλεται εξαιτίας της σε συγκεκριμένους, οριοθετημένους χώρους, γνωρίζοντας τους κανόνες, ρητούς και άρρητους, οδικής κυκλοφορίας και συμπεριφοράς, ότι οι δρόμοι της πόλης δηλαδή ανήκουν σε όλους τους αδειοδοτημένους οδηγούς, τετράτροχων και δίκυκλων, μηχανοκίνητων και ποδηλάτων και τα πεζοδρόμια στους πεζούς; Είναι θέμα ικανότητας, γνώσης ή επίγνωσης τελικά να χρησιμοποιείς τα οφέλη –βλέπε δρόμους- του αστικού ιστού;
Η συνομιλία ενός οδηγού αυτοκινήτου και μιας ποδηλάτη άλλοτε κάνει σαφή αυτά τα όρια και τους κανόνες και άλλοτε τα περιπλέκει καταλήγοντας σε κοινωνικοπολιτικό θέμα:
Οδηγός ΙΧ-«κάνε πιο ‘κει κοπελιά, να περάσουν και οι άλλοι»
Ποδηλάτης-«γιατί; Παρανομώ κάπου;»
Οδηγός -«εγώ για αυτό (το ΙΧ) πληρώνω τέλη»
Ποδηλάτης (επίμονη)-«γιατί παρανομώ κάπου;»
Οδηγός (αιφνιδιασμένος) -«δεν έχεις και φώτα…»
Η στιχομυθία εκτυλίχθηκε στον κεντρικό δρόμο μιας επαρχιακής πόλης επειδή η ποδηλάτης οδηγούσε στη μέση της λωρίδας της, προς αποφυγή ανοίγματος πόρτας των παράνομα σταθμευμένων αυτοκινήτων στο δεξιά πεζοδρόμιο, με την πρόθεση-αν και δεν είναι μετρίσιμο στοιχείο- στην πρώτη ευκαιρία να κάνει δεξιά στους βιαστικούς λοιπούς που βρίσκονταν από πίσω. Εξίσου σημαντικό στοιχείο της ιστορίας, ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν εξίσου νεαράς ηλικίας με την ποδηλάτη, που και οι δύο δεν είχαν προλάβει τις πινακίδες κυκλοφορίας και στα ποδήλατα κάτι δεκαετίες πριν.
Το νεαρό της ηλικίας αναφέρεται γιατί στην αυθόρμητη απάντηση του οδηγού αυτοκινήτου για την παρανομία της ποδηλάτη, η απάντηση ήταν κοινωνικοπολιτική και ουδόλως κυκλοφοριακή. Και εκεί έγκειται ο προβληματισμός: είναι νόμιμος και ικανός και σεβάσμιος αυτός που πληρώνει τέλη για το αυτοκίνητο του στην πολιτεία εν αντιθέσει με την ποδηλάτη που δεν πληρώνει τέλη σαν ποδηλάτης αλλά σαν πολίτης και δημότης που περπατά στα άλλοτε παρκινγκ αυτοκινήτων και άλλοτε πεζοδρόμια; Είναι ελλιπής σεβασμού η ποδηλάτης και ο πεζός που δεν πληρώνει για βενζίνη και ηχορύπανση παρά σπαταλά τον ιδρώτα της για καύσιμο;
Και αν αυτό πλειοψηφικά είναι θέσφατο, όποιος πληρώνει τέλη να είναι ο δικαιούχος της πρωτιάς και της προσπέρασης του λιγότερο γρήγορου και ικανού στην ταχύτητα, αυτό ισχύει και σε λοιπές κοινωνικοπολιτικές εκφάνσεις; Δηλαδή ο άνεργος που λαμβάνει επίδομα από το κράτος, το άτομο με σωματική αναπηρία, το άτομο με νοητική αναπηρία είναι ελλιπές ως προς τα δικαιώματα του στην έννομη πολιτεία; Πρόλαβε να ριζώσει τόσο βαθειά μέσα μας η δικαιολογία της οικονομικής κρίσης;
Η επιλογή και τα λεγόμενα μας, το να πληρώνω για να έχω ταχύτητα, δεν συνεπάγεται την ικανότητα και το σεβασμό. Συνεπάγεται όμως την ανάληψη της ευθύνης ατομικά για το συλλογικό ευημερείν. Το σήμερα μας τροφοδοτεί με το ρατσισμό, την οικονομική αναγωγή των πάντων και παραμερίζει την απλή, ανθρώπινη λογική: Στις 6:30 μμ αυγουστιάτικου καλοκαιρινού απογεύματος, τα φώτα χρησιμεύουν για να ξυπνήσουν μόνο αυτούς που δεν θέλουν να δουν!
της Βιβής Παρνασσά
protagon.gr